Το Εμπόριο και η Διασυνοριακή Μεταφορά Έργων από Ελεφαντόδοντο

Το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου απέρριψε στις 18 Μαΐου 2020 το αίτημα μιας ομάδας εμπόρων και συλλεκτών ελεφαντόδοντου (Friends of Antique Treasures Limited) για τον έλεγχο της νομιμότητας του Νόμου περί Εμπορίου Ελεφαντοστού 2018 (Ivory Act 2018). Ο εν λόγω νόμος αποτελεί μια από τις πιο αυστηρές απαγορεύσεις εμπορίου ελεφαντόδοντου παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, (α) η αγορά/ πώληση/ μίσθωση, (β) η μεσιτεία για αγορά/ πώληση/ μίσθωση, (γ) η φύλαξη με σκοπό την πώληση/ μίσθωση, (δ) η εξαγωγή από και (στ) η εισαγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο για πώληση/ μίσθωση απαγορεύονται, με αστικές και ποινικές κυρώσεις. Μόνο πολύ περιορισμένες εξαιρέσεις επιτρέπονται που αφορούν ορισμένα αντικείμενα που χρονολογούνται πριν από την 1η Ιανουαρίου 1918, την 3η Μαρτίου 1947 και την 1η Ιανουαρίου 1975 (ανάλογα την περίπτωση), καθώς και αγορές από διαπιστευμένα μουσεία.

Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, το εμπόριο ελεφαντόδοντου ρυθμίζεται αυστηρά στην ΕΕ μέσω των κανονισμών της για το εμπόριο ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας. Ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν επιτρέπεται το εμπόριο ελεφαντόδοντου για εμπορικούς σκοπούς προς, εντός και από την ΕΕ.

Συγκεκριμένα, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν κυρώσει την διεθνή σύμβαση για το διεθνές εμπόριο ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που απειλούνται με εξαφάνιση (CITES) που αριθμεί 183 κράτη. Βάσει του ισχύοντος καθεστώτος της CITES, το διεθνές εμπόριο ελεφαντόδοντου απαγορεύεται, με περιορισμένες εξαιρέσεις. Η ΕΕ, μέσω των κανονισμών της, έχει θεσπίσει επιπλέον μέτρα τα οποία είναι αυστηρότερα από τις διατάξεις της CITES.

Παρεκκλίσεις από τον παραπάνω γενικό κανόνα είναι δυνατές:

— το ενδοενωσιακό εμπόριο επιτρέπεται για αντικείμενα από ελεφαντόδοντο τα οποία εισήχθησαν στην ΕΕ προτού συμπεριληφθεί ο ελέφαντας στο προσάρτημα I της CITES (18 Ιανουαρίου 1990 για τον αφρικανικό ελέφαντα και 1η Ιουλίου 1975 για τον ασιατικό ελέφαντα). Ενδοενωσιακό εμπόριο μπορεί να πραγματοποιείται μόνο εφόσον έχει εκδοθεί πιστοποιητικό για τον σκοπό αυτό από το σχετικό κράτος μέλος. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα «επεξεργασμένα δείγματα» που αποκτήθηκαν πριν από τις 3 Μαρτίου 1947, τα οποία μπορούν να αποτελούν αντικείμενο εμπορίας στην ΕΕ χωρίς πιστοποιητικό·

— η επανεξαγωγή από την ΕΕ για εμπορικούς σκοπούς επιτρέπεται για δείγματα ελεφαντόδοντου τα οποία αποκτήθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της CITES για τα δείγματα αυτά, δηλαδή πριν από την 26η Φεβρουαρίου 1976 για τους αφρικανικούς ελέφαντες και πριν από την 1η Ιουλίου 1975 για τους ασιατικούς ελέφαντες.

Παράγοντες που θα καθορίσουν τη δυνατότητα εμπορίου εντός της ΕΕ και επανεξαγωγής εκτός ΕΕ περιλαμβάνουν την ημερομηνία εισαγωγής στην ΕΕ, την ημερομηνία και τη νομιμότητα κτήσης, το εάν ένα δείγμα εμπίπτει στον ορισμό του «επεξεργασμένου δείγματος», εάν πρόκειται για ακατέργαστο δείγμα κ.α. Πολλές φορές, η απόδειξη των παραπάνω δεν είναι απλή και τα μέσα απόδειξης συνήθως διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση.    

Αναφορικά με την Ελλάδα, δεν έχουν θεσπιστεί μέτρα αυστηρότερα από αυτά που ορίζουν οι Ευρωπαϊκοί κανονισμοί και συνεπώς είναι δυνατό κάποιος να αξιοποιήσει μια από τις εξαιρέσεις της απαγόρευσης εμπορίου, εφόσον εμπίπτει σε αυτές.

Σε κάθε περίπτωση, το εμπόριο και η διασυνοριακή μεταφορά αντικειμένων από ελεφαντόδοντο είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο θέμα. Δεδομένου ότι το νέο αυστηρό καθεστώς απαγόρευσης του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ήδη ωθήσει συλλέκτες και εμπόρους να αναζητήσουν φιλοξενία των συλλογών τους σε άλλες χώρες, η αναζήτηση εξειδικευμένης νομικής συμβουλής είναι απαραίτητη για όσους εμπορεύονται ή συλλέγουν έργα τέχνης με ενσωματωμένο ή από ατόφιο ελεφαντόδοντο.